θυηλη

θυηλη
    θυηλή
    θῠηλή
    ἥ преимущ. pl. (сжигаемые) части жертвы, жертва
    

(ἐν πυρὴ βάλλειν θυηλάς Hom.)

    θυῃλαὴ ἀναίμακτοι Anth. — бескровные жертвы;
    θ. Ἄρεος Soph. — жертва, приносимая Арею, т.е. человеческая кровь


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θυηλη" в других словарях:

  • θυηλή — θυηλή, ἡ (Α) 1. (ιδίως στον πληθ.) αἱ θυηλαί το καιόμενο μέρος τού θύματος («ὁ δ ἐν πυρί βάλλε θυηλάς», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «θυηλὴ Ἄρεος» η προσφορά στον Άρη, το αίμα τών σκοτωμένων 3. θυσία («θυηλαὶ ἀναίμακτοι», ΑΠ). [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματίστηκε κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • θυηλή — part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῇ — θυηλέομαι pres subj mp 2nd sg θυηλέομαι pres ind mp 2nd sg θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλαῖς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλαί — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῆς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῇς — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλήν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυηλῶν — θυηλή part of a victim offered in burntsacrifice fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • θυηλούμαι — θυηλοῡμαι, έομαι (Α) [θυηλή] προσφέρω ως θυσία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»